νομοδότης

νομοδότης
νομοδότης, ὁ (ΑΜ)
(για τον Θεό) αυτός που δίνει, που ορίζει τους νόμους, ο νομοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο-δότης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νομοδότης — lawgiver masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοδότην — νομοδότης lawgiver masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοδότῃ — νομοδότης lawgiver masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοδοσία — νομοδοσία, ἡ (Μ) [νομοδότης] η νομοθεσία …   Dictionary of Greek

  • νομοδοτώ — νομοδοτῶ, έω (Μ) [νομοδότης] νομοθετώ, ορίζω νόμους …   Dictionary of Greek

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”